Αντιμετώπιση δυσκολιών στη συμβουλευτική σε άτομα με διατροφικές διαταραχές

1. ΟΡΙΣΜΟΣ  ΤΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ

1A. ΝΕΥΡΙΚΗ ΑΝΟΡΕΞΙΑ

Ένα από τα πιο σημαντικά συμπτώματα της νευρικής ανορεξίας είναι το χαμηλό σωματικό βάρος αναλογικά με τα επιτρεπτά όρια που μας ορίζει ο Δείκτης Μάζας σώματος (δηλαδή βάρος διά ύψος στο τετράγωνο). Σύμφωνα με τον ICD-10 απαιτείται ένας δείκτης μάζας σώματος της τάξεως του 17.5 ή κατώτερο για να διαγνωστεί η νευρική ανορεξία και σύμφωνα με το DSM-IV προτείνεται ένα σωματικό βάρος κατά 85% κάτω από το αναμενόμενο φυσιολογικό (Palmer, 2000). Συγκεκριμένα τα κριτήρια που έχουν οριστεί από το DSM-IV για την επίσημη διάγνωση την νευρικής ανορεξίας είναι:

Α. Άρνηση διατήρησης του σωματικού βάρους κοντά στο φυσιολογικό για την ηλικία
και το ύψος επίπεδο (απώλεια βάρους, η οποία οδηγεί σε διατήρηση του σωματικού βάρους κατά 85% κάτω του αναμενόμενου ή αποτυχία αύξησης του βάρους κατά την διάρκεια της ανάπτυξης, με αποτέλεσμα την μείωση του σωματικού βάρους κατά 85% επί του αναμενόμενου).

Β. Έντονος φόβος για την αύξηση του βάρους η την πάχυνση ακόμη και σε άτομα που έχουν βάρος κάτω από το φυσιολογικό.

Γ. Στρέβλωση του τρόπου με τον οποίο βιώνεται το σωματικό βάρος ή η εμφάνιση του σώματος, ανεπιθύμητη επίδραση του σωματικού βάρους ή της σωματικής εμφάνισης στην αυτό-αξιολόγηση ή άρνηση της επικινδυνότητας του πολύ χαμηλού σωματικού βάρους.

Δ. Για της γυναίκες, μετά την έναρξη της εμμήνου ρύσης, η εμφάνιση αμηνόρροιας, δηλαδή, η ανυπαρξία έστω και τριών συνεχόμενων εμμηνορροϊκών κύκλων. (Μία γυναίκα θεωρείται ότι εμφανίζει αμμηνόροια, εάν η εμμηνος ρύση προκαλείται μόνον με ορμονοθεραπεία, δηλαδή, χορήγηση προγεστερόνης).

Τέλος, υπάρχουν 2 τύποι εμφάνισης της  νευρικής ανορεξίας: 1ον . Η ψυχογενής ανορεξία περιοριστικού τύπου, όπου κατά την διάρκεια των εμφανιζομένων επεισοδίων ψυχογενούς ανορεξίας, στο άτομο δεν έχουν εμφανιστεί συμπεριφορές υπερφαγίας/κάθαρσης (αυτοπροκαλούμενος εμετός, ή κατάχρηση καθαρτικών, διουρητικών ή εμετικών), και 2ον : Η ψυχογενής ανορεξία με συμπεριφορές υπερφαγίας/κάθαρσης, όπου κατά την διάρκεια των εμφανιζόμενων επεισοδίων ψυχογενούς ανορεξίας το άτομο εκδηλώνει τακτικά συμπεριφορές υπερφαγίας/κάθαρσης (π.χ. αυτοπροκαλούμενος εμετός ή κατάχρηση καθαρτικών, διουρητικών ή εμετικών) (Palmer, 2000).

1B. ΝΕΥΡΙΚΗ ΒΟΥΛΙΜΙΑ

Ένα από τα κύρια συμπτώματα της νευρικής βουλιμίας είναι η υπερφαγία, η υπερβολική δηλαδή λήψη τροφής. Τα δύο πιο κύρια συμπτώματα την νευρικής βουλιμίας είναι ότι πρώτον η βουλιμία συνοδεύεται από την υποκειμενική αίσθηση απώλειας του ελέγχου στην λήψη τροφής και δεύτερον θα πρέπει ν α αφορά μία ποσότητα τροφής, η οποία, κάτω από κανονικές συνθήκες θα θεωρούνταν υπερβολική. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η υπερφαγία μπορεί να φτάσει  και σε κατανάλωση ποσότητας τροφής που να υπερβαίνει τις 10.000 θερμίδες. Όσον αφορά τη κριτήρια που έχουν οριστεί από το DSM-IV για την διάγνωση της νευρικής βουλιμίας αυτά είναι:

Α. Επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας .Προκειμένου να αναγνωρίσουμε ένα επεισόδιο υπερφαγίας, θα πρέπει να συντρέχουν και τα δύο ακόλουθα κριτήρια:

(1) Κατανάλωση, μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ. μέσα σε διάστημα δύο ωρών) μίας ποσότητας τροφής, η οποία είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερη από εκείνη που θα κατανάλωναν οι  περισσότεροι άνθρωποι μέσα σε αντίστοιχη χρονική περίοδο και κάτω από όμοιες συνθήκες.

(2) Αίσθηση απώλειας ελέγχου στην κατανάλωση τροφής κατά τη διάρκεια του επεισοδίου (δηλαδή, αίσθηση ότι το άτομο δεν είναι σε θέση να σταματήσει να τρώει ή να ελέγξει το είδος και την ποσότητα της τροφής που καταναλώνει).

Β. Επαναλαμβανόμενη ακατάλληλη αντισταθμιστική συμπεριφορά πόα αποσκοπεί να παρεμποδίσει την αύξηση του βάρους, όπως ο αυτοπροκαλούμενος εμετός, η κατάχρηση καθαρτικών, διουρητικών, εμετικών ή άλλων φαρμάκων, η νηστεία, ή η υπερβολική άσκηση.

Γ. Τόσο η υπερφαγία, όσο και η ακατάλληλη αντισταθμιστική συμπεριφορά, θα πρέπει να εμφανίζονται, κατά μέσο όρο, τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα επί  τρεις μήνες.

Δ. Η αυτοαξιολόγηση επηρεάζεται λανθασμένα από την διάπλαση και το βάρος του σώματος.

Ε. Η διαταραχή δεν εμφανίζεται αποκλειστικά κατά την διάρκεια  των επεισοδίων ψυχογενούς ανορεξίας.

Και εδώ υπάρχουν 2 τύποι εμφάνισης της  νευρικής βουλιμίας: 1ον Ο περιοριστικός τύπος, όπου κατά την διάρκεια  του τρέχοντος επεισοδίου ψυχογενούς βουλιμίας το άτομο καταφεύγει τακτικά σε συμπεριφορές, όπως ο αυτοπροκαλούμενος εμετός ή κατάχρηση καθαρτικών, διουρητικών ή εμετικών και 2ον ο μη-περιοριστικός τύπος όπου κατά την διάρκεια  του τρέχοντος επεισοδίου ψυχογενούς βουλιμίας το άτομο χρησιμοποιεί  άλλες ακατάλληλες αντισταθμιστικές συμπεριφορές, όπως η αποχή από το φαγητό, ή η υπερβολική άσκηση, δεν εμφανίζεται,  όμως συστηματικά η επιστράτευση συμπεριφορών όπως ο αυτοπροκαλούμενος εμετός ή κατάχρηση καθαρτικών, διουρητικών ή εμετικών.


1Γ. ΥΠΕΡΦΑΓΙΑ

Η υπερφαγία κατατάσσεται στις μη καθοριζόμενες διατροφικές διαταραχές. Σύμφωνα λοιπόν με το DSM-IV η διατροφική διαταραχή της υπερφαγίας ορίζεται ως επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας με αποχή των ακατάλληλων αντισταθμιστικών συμπεριφορών που χαρακτηρίζουν την νευρική βουλιμία (Grilo, 2002). Σύμφωνα με τον Αμερικάνικο Ψυχιατρικό Σύλλογο (1994), τα κριτήρια για την διάγνωση την υπερφαγίας είναι:

Α. Επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας όπου κυριαρχούν τα δύο ακόλουθα κριτήρια:

1. Κατανάλωση, μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ. μέσα σε διάστημα δύο ωρών) μίας ποσότητας τροφής, η οποία είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερη από εκείνη που θα κατανάλωναν οι  περισσότεροι άνθρωποι μέσα σε αντίστοιχη χρονική περίοδο και κάτω από όμοιες συνθήκες.

2. Αίσθηση απώλειας ελέγχου στην κατανάλωση τροφής κατά τη διάρκεια του επεισοδίου (δηλαδή, αίσθηση ότι το άτομο δεν είναι σε θέση να σταματήσει να τρώει ή να ελέγξει το είδος και την ποσότητα της τροφής που καταναλώνει).

Β. Τα υπερφαγικά επεισόδια σχετίζονται με τρία (ή περισσότερα) από τα ακόλουθα:
(1) Λήψη τροφής σε πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από την φυσιολογική (το άτομο τρώει υπερβολικά γρήγορα).
(2) Λήψη τροφής μέχρι το σημείο που το άτομο αισθάνεται έντονη δυσφορία.
(3) Λήψη μεγάλων ποσοτήτων τροφής, όταν το άτομο δεν αισθάνεται πείνα.
(4) Λήψη τροφής σε απομόνωση (το άτομο τρώει μόνο του) επειδή ντρέπεται λόγω της ποσότητας που καταναλώνει.
(5) Αίσθημα αηδίας με τον εαυτό, κατάθλιψη ή αίσθημα έντονων ενοχών μετά το επεισόδιο υπερφαγίας.

Γ. Έντονο στρες σχετικό με την υπερφαγία είναι διακριτό.

Δ. Τα υπερφαγικά επεισόδια συμβαίνουν, κατά κύριο λόγο, 2 ημέρες την εβδομάδα για 6 μήνες τουλάχιστον.

Ε.  Η υπερφαγία δεν σχετίζεται με συχνή χρήση ακατάλληλων αντισταθμιστικών συμπεριφορών (π.χ. πρόκληση εμετών, νηστεία, υπερβολική άσκηση) και δεν συμβαίνει αποκλειστικά στην νευρική ανορεξία ή στην νευρική βουλιμία.

 

2. ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΥΨΟΥΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ


2A. ΝΕΥΡΙΚΗ ΑΝΟΡΕΞΙΑ

H ψυχογενής ανορεξία είναι μία πολύ σοβαρή νόσος που εμφανίζεται 9 στις 10 φορές στα κορίτσια ηλικίας κυρίως 15-19 ετών. Στην ψυχογενή ανορεξία συνυπάρχουν έντονες παθολογικές σκέψεις και συμπεριφορές σχετικές με το φαγητό και το βάρος, καθώς και συναισθήματα  που αφορούν την εμφάνιση, τον τρόπο διατροφής και το φαγητό .Πολλά στοιχεία μας παρουσιάζουν πως η νευρική ανορεξία συχνά συνυπάρχει με άλλες ψυχικές διαταραχές. Αρχικά η κατάθλιψη είναι μία από αυτές η οποία είναι διακριτή σε ένα ποσοστό έως και 63% σε ορισμένες μελέτες (Lock et al, 2001). Ακόμη, ο  Smith et al., (1993) παρουσίασαν πως στην επίμονη νευρική ανορεξία υπήρχε υψηλός δείκτης εμφάνισης διαταραχών άγχους. Τέλος ο Rastam (1993) παρουσίασε ένα ποσοστό της τάξεως του 35% των ασθενών με ψυχογενή ανορεξία να υποφέρει από συννοσηρή ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή και ο Herzog et al (1992) παρουσίασε σε ενήλικούς ασθενής με νευρική ανορεξία την παρουσία ήπιου βαθμού επικάλυψης της αποφευκτικής διαταραχής της προσωπικότητας. Επίσης η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η τελειομανία,  η κακή εικόνα σώματος, η σεξουαλική κακοποίηση και οι αντίξοες συνθήκες στην οικογένεια ( ύπαρξη διατροφικών διαταραχών σε ένα άλλο μέλος της οικογένειας, έλλειψη  επικοινωνίας, υψηλές προσδοκίες) είναι επίσης κοινά χαρακτηριστικά σε άτομο που πάσχουν από νευρική ανορεξία (Palmer, 2000). Όλα λοιπόν τα παραπάνω θα πρέπει να έχουν ληφθεί υπόψη από τον θεραπευτή διότι αποτελούν σημεία που μπορεί να δυσκολέψουν την συμβουλευτική διαδικασία και θα πρέπει να επισημανθούν και να επεξεργαστούν στην διάρκεια των συνεδριών.

2B. ΝΕΥΡΙΚΗ ΒΟΥΛΙΜΙΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΦΑΓΙΑ

Η νευρική βουλιμία και η υπερφαγία έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά στις δυσκολίες που αναφέρθηκαν παραπάνω όσον αφορά την νευρική ανορεξία. Θέματα σχετικά με χαμηλή αυτοεκτίμηση, κακή εικόνα σώματος, τελειομανία και αγχώδης διαταραχές συνυπάρχουν και στην νευρική βουλιμία. Πολλή συχνή είναι η εναλλαγή της διάθεσης η οποία έχει σχετιστεί με την ύπαρξη κατάθλιψης. Η ψυχική κατάσταση των ατόμων αυτών σχετίζεται με συναισθήματα άγχους, έντασης, καταστροφολογίας και αποτυχίας(Beumont, 2002). Μερικοί ασθενείς αναφέρουν στο ιστορικό τους σεξουαλική ή σωματική κακοποίηση που επηρεάζει την χαμηλή αυτοεκτίμηση που έχουν για τον εαυτό τους. Αυτό-ακρωτηριασμός και αυτοκτονικές τάσεις είναι αρκετές φορές υπαρκτές. Ένα σημαντικό ποσοστό έχουν διαταραχές προσωπικότητας, όπως η εμφάνιση της οριακής διαταραχής προσωπικότητας  (borderline personality disorder) σε άτομα με υπερφαγία (Fairburn,1995),  διαταραγμένες κοινωνικές σχέσεις, και δυσκολίες στον έλεγχο της παρορμητικότητας καθώς και μπορεί να  κάνουν χρήση ουσιών(Beumont, 2002). Σε αυτά τα χαρακτηριστικά διαφέρουν από τους ασθενείς με νευρική ανορεξία, οι οποίοι είναι συνήθως πιο εσωστρεφής με ψυχολογικές αναστολές και εμμονές (Beumont, 2002). Και εδώ λοιπόν οφείλει ο θεραπευτής να είναι γνώστης του ψυχοπαθολογικού προφίλ το οποίο μπορεί να επηρεάσει την θετική έκβαση της θεραπείας αν δεν αναγνωριστεί και αντιμετωπιστεί.

3. ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

3A. ΝΕΥΡΙΚΗ ΑΝΟΡΕΞΙΑ

Ο σκοπός της θεραπείας σε άτομα με ψυχογενή ανορεξία είναι η επίτευξη ενός φυσιολογικού βάρους και η διατήρηση του.  Η ψυχολογική  αλλαγή κρίνεται απαραίτητη ώστε η πάσχουσα να αποσυνδέσει τις ιδέες σχετικά με το βάρος και τον έλεγχο της διατροφής της από τα ευρύτερα ζητήματα σχετικά με την προσωπική της αξία και από θέματα, με τα οποία είναι τόσο στενά συνδεδεμένες οι ιδέες αυτές. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως η ψυχοπαθολογία που συνοδεύει την διαταραχή μειώνεται και εξαλείφεται. Εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις για νοσοκομειακή περίθαλψη όπως αποτυχία εξωτερικής θεραπείας, επιδείνωση φυσικής κατάστασης ώστε να υπάρχει κίνδυνος για την υγεία του ασθενούς, αυτοκτονικές τάσεις και έλλειψη προσφοράς εξωτερικής θεραπείας η θεραπεία μπορεί να διεξαχθεί σε ατομικό επίπεδο ή σε οικογενειακό επίπεδο. Συγκεκριμένα η γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία σε οικογενειακή θεραπεία έχει παρουσιάσει θετικά αποτελέσματα στην θεραπεία της νευρικής ανορεξίας (Lock et al., 2001). Γενικά η γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία για την νευρική ανορεξία μπορεί να διαρκέσει 1-2 χρόνια. Ο Lock et al., 2001 προτείνει μία μέθοδο οικογενειακής θεραπείας που χωρίζεται σε 3 φάσεις. Την 1η Φάση όπου ο σκοπός είναι η επανασίτιση της ασθενούς με την βοήθεια του θεραπευτή και των γονέων, την 2η Φάση όπου γίνονται διαπραγματεύσεις για ένα νέο τύπο σχέσεων με την συζήτηση των διαφόρων θεμάτων που δυσχεραίνουν την ομαλή έκβαση στην ανάκτηση βάρους και την 3η Φάση όπου μόλις η ασθενής ανακτήσει ένα φυσιολογικό βάρος, η θεραπεία επικεντρώνεται στην καθιέρωση μίας υγιούς σχέσης της έφηβης ή της νεαρής ενήλικης με τους γονείς όπου τη βάση της αλληλεπίδρασης δεν αποτελεί η διαστρεβλωμένη σίτιση. Αυτό συνεπάγεται με μία προσπάθεια για μία αυξημένη προσωπική αυτονομία από την μεριά της εφήβου και την καθιέρωση καταλληλότερων οικογενειακών ορίων. 
Ο σκοπός της γνωσιακής-συμπεριφοριστικής θεραπείας είναι  να αναλύσει την αλληλεπίδραση των φυσιολογικών και ψυχολογικών συμπτωμάτων, να βελτιώσει την αυτοεκτίμηση και τις ιδέες σχετικές με το βάρος και το φαγητό.

3B. ΝΕΥΡΙΚΗ ΒΟΥΛΙΜΙΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΦΑΓΙΑ

Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική προσέγγιση χρησιμοποιείται και στην νευρική βουλιμία και υπερφαγία. Ειδικότερα,  ο Fairburn et al (1993) προτείνουν μια θεραπεία  διάρκειας 19 εβδομάδων για την νευρική βουλιμία και υπερφαγία. Σύμφωνα με αυτή την θεραπεία, κατά την διάρκεια των δύο πρώτων εβδομάδων πραγματοποιούνται δύο συνεδρίες την εβδομάδα ενώ κατά της επόμενες, μία φορά την εβδομάδα. Από την 16η συνεδρία και μετά οι συνεδρίες γίνονται σε δεκαπενθήμερη βάση. Η κάθε συνεδρία διαρκεί 50 λεπτά, το μοντέλο είναι συνεργατικό και βασίζεται στην καλή θεραπευτική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του θεραπευτή και του θεραπευόμενου. Η θεραπεία χωρίζεται σε τρία στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο  που διαρκεί 8 εβδομάδες, έμφαση δίνεται στην ανάπτυξη της θεραπευτικής σχέσης, στην ενημέρωση για την διαταραχή και τις επιδράσεις τις, στην χρήση στρατηγικών αυτοελέγχου για να χειριστεί τα συναισθήματα και να ελέγξει την διατροφή της, στην καταγραφή ημερολογίου διατροφής και στο εβδομαδιαίο ζύγισμα. Στο δεύτερο στάδιο, από την 9η έως την 16η συνεδρία συνεχίζονται τα παραπάνω, και επιπρόσθετα τίθεται το θέμα του διατροφικού περιορισμού καθώς ο θεραπευτής ενθαρρύνει τον θεραπευόμενο να σταματήσει να κάνει ¨δίαιτα¨ και να επιλέγει όλα τα είδη τροφών στην διατροφή της. Ζητείται από την πάσχουσα να κατασκευάσει καταλόγους αυτών των τροφών, διαμορφωμένους με σειρά δυσκολίας και να εργαστεί σε αυτήν την ιεραρχία, ενσωματώνοντας στο πρότυπο της καθημερινής της διατροφής τέτοιες τροφές.  Ο σκοπός είναι να εκτεθεί η πάσχουσα σε συμπεριφορές, τις οποίες μέχρι πρότινος απέφευγε. Επιπρόσθετα ο θεραπευτής βοηθάει τον θεραπευόμενο να τροποποιήσει κάποιες διαστρεβλωμένες απόψεις σχετικές με το βάρος και την εικόνα σώματος του και να βρει νέους τρόπους να αντιμετωπίσει συναισθηματικά απαιτητικές καταστάσεις που τον οδηγούσαν σε υπερφαγία. Τέλος κατά το 3ο στάδιο , 17η με 19η συνεδρία,  εδραιώνεται η βελτίωση και η πρόληψη της υποτροπής, καθώς συζητούνται τρόποι αντιμετώπισης της υποτροπής σε περιόδους αυξημένου κινδύνου.

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

American Psychiatric Association. (1994). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (4th ed.). Washington. DCQ: The American Psychiatric Association.

Beumont, P.J.V. (2002). Clinical Presentation of Anorexia Nervosa and Bulimia Nervosa. In Fairburn C.G. & Brownell K.D. (Eds.), Eating Disorders and Obesity, A Comprehensive Handbook. (pp. 162-170 ). New York: The Guilford Press.

Fairburn, C.G. (1995). Overcoming Binge Eating. New York: The Guilford Press.

Fairburn, C.G., Marcus, M.D. & Wilson, G.T. (1993). Cognitive Behavioural Therapy for binge-eating and bulimia nervosa: a comprehensive treatment manual. In Fairburn, C.G & Wilson, G.T. (Eds), Binge Eating: Nature, Assessment and Treatment. New York: The Guilford Press.

Grilo, M.G. (2002). Binge Eating Disorder. In Fairburn C.G. & Brownell K.D. (Eds.), Eating Disorders and Obesity, A Comprehensive Handbook. (pp. 178-182). New York: The Guilford Press.

Herzog, D. B., Keller, M.B. & Lavori, P.W. (1992). The prevalence of personality disorders in 210 women with eating disorders. Journal of Clinical Psychiatry, 53, 147.

Lock, J., Le Grange, D., Agras, W.S. & Dare, C (2001). Εγχειρίδιο θεραπείας για την ψυχογενή ανορεξία. Μια οικογενειακή προσέγγιση. Αθήνα: Πατάκη.

Palmer, B. (2000). Διατροφικές διαταραχές και η αντιμετώπιση τους. Κλινικός οδηγός αξιολόγησης και θεραπείας. Αθήνα:Παρισιανός.

Rastam, M. (1992). Anorexia Nervosa in 51 Swedish adolescents: Premorbid problems and comorbidity. International Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry.31, 819-828.

Smith, C., Nasserbakht, A., Feldman, S. & Steiner, H. (1993). Psychological characteristics and DSM-III-R diagnoses at six-year follow-up of adolescent anorexia nervosa. International Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry.32(6).1237-1245.